στραγγιστός

στραγγιστός
και στραγγιχτός, -ή, -ό, Ν [στραγγίζω]
αυτός που έχει υποστεί στράγγισμα ή έχει προέλθει από στράγγισμα («στραγγιστό γιαούρτι»).

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • στραγγιστός — ή, ό αυτός που έχει στραγγιστεί …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • σουρωτός — ή, ό, Ν [σουρώνω] στραγγιστός, στραγγισμένος …   Dictionary of Greek

  • στραγγιστικός — ή, ό, Ν [στραγγιστός] αυτός που αναφέρεται ή συντελεί στο στράγγισμα …   Dictionary of Greek

  • υλιστός — ή, όν, Α [ὑλίζω] διυλιστός, στραγγιστός …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”